- ερνούμαι
- ἐρνοῡμαι, -όομαι (Α) [έρνος](παθ. μόνο) βλαστάνω, αναδίδω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλερνώ — έω, Α (κατά τον Ησύχ.) «φιλερνοῡντες ἐν συδένδρῳ τόπῳ προσφιλῶς διάγοντες». [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἐρνοῦμαι «αναδίδω, βλαστάνω» (< ἔρνος)] … Dictionary of Greek